-
1 φυσικός
φυσικός, adv. φυσικῶς, 1) natürlich, von der Natur geschaffen, bewirkt, angeboren; im Ggstz des Erlernten, Xen. Mem. 3, 9,1; im Ggstz von νομικός, Arist. eth. 5, 7; im Ggstz des künstlich Erzwungenen, Pol. 6, 4,7; Sp. – 2) naturgemäß, nach den Gesetzen der Natur, in der Naturordnung begründet, im Ggstz des Wider- oder Uebernatürlichen u. Wunderbaren, physisch; αἴτια φυσικά, physische Ursachen im Ggstz der ἠϑικά; dah. ἡ φυσικὴ ϑεωρία, auch ἡ φυσική allein, = Naturforschung, Untersuchung der Naturkörper u. -erscheinungen, u. übh. des Wesens der Dinge; οἱ φυσικοί, die ältesten ionischen und eleatischen Philosophen, die sich mit Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge bebeschäftigten, Naturphilosophen; τὸ φυσικόν, der Theil der Philosophie, der sich mit der Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge beschäftigte, wie besonders die Stoiker die Philosophie eintheilen in φυσικόν, ἠϑικόν u. διαλεκτικόν, S. Emp. pyrrh. 2, 2. – Bei Sp. auch = zauberisch, sympathetisch, φάρ-μακα φυσικά, im Ggstz der künstlichen Arzneimittel der Aerzte, und φυσικοί, Zauberer, die besondere Kenntnisse der Naturkräfte zu besitzen vorgaben.
-
2 φυσικός
φυσικός, (1) natürlich, von der Natur geschaffen, bewirkt, angeboren; im Ggstz des Erlernten; im Ggstz von νομικός; im Ggstz des künstlich Erzwungenen; (2) naturgemäß, nach den Gesetzen der Natur, in der Naturordnung begründet, im Ggstz des Wider- oder Übernatürlichen u. Wunderbaren, physisch; αἴτια φυσικά, physische Ursachen im Ggstz der ἠϑικά; dah. ἡ φυσικὴ ϑεωρία, auch ἡ φυσική allein, = Naturforschung, Untersuchung der Naturkörper u. -erscheinungen, u. übh. des Wesens der Dinge; οἱ φυσικοί, die ältesten ionischen und eleatischen Philosophen, die sich mit Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge bebeschäftigten, Naturphilosophen; τὸ φυσικόν, der Teil der Philosophie, der sich mit der Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge beschäftigte, wie besonders die Stoiker die Philosophie einteilen in φυσικόν, ἠϑικόν u. διαλεκτικόν; auch = zauberisch, sympathetisch, φάρ-μακα φυσικά, im Ggstz der künstlichen Arzneimittel der Ärzte, und φυσικοί, Zauberer, die besondere Kenntnisse der Naturkräfte zu besitzen vorgaben -
3 παράκειμαι
Aπαρεκέσκετο Od.14.521
:—used as [voice] Pass. to παρατίθημι, lie beside or before,ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476
;ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416
, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.;ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA 599a25
: generally, to be at hand, available, ; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65;ἔρδειν.. ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685
; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb. 41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph. 861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75;ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1048
;τὰ π. ὕδατα PTeb.61
(b). 132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6;κλίνην.. παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod.
Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb. 19d; under discussion,λόγος Phld.Sign.16
; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection,π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3
.II in Gramm., etc.:1 to be laid down, mentioned in text-books,τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29
; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl. 720.2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος ) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις.. διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf.παράθεσις 1.2
), A.D.Synt.330.26, al.5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκειμαι
См. также в других словарях:
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
σχετικότητας, θεωρία της- — Στη φυσική είναι η θεωρία, ακριβέστερα γνωστή ως της περιορισμένης ή ειδικής σχετικότητας, που επεξεργάστηκε ο Αϊνστάιν το 1905 για να λύσει τη φαινομενική αντίφαση στην οποία είχε καταλήξει η μελέτη της ηλεκτροδυναμικής των κινουμένων σωμάτων,… … Dictionary of Greek
συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της- — (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη… … Dictionary of Greek
καταστροφής, θεωρία της- — Μέθοδος της μαθηματικής ανάλυσης, η οποία εξελίχθηκε από την τοπολογία και περιγράφει προβλήματα ασυνέχειας, που δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν μέχρι την εμφάνισή της. Η θ. της κ. έχει επίσης εφαρμογές σε πολλές άλλες επιστήμες. Η συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
θερμογόνου, θεωρία — Άποψη του 18ου αι. σύμφωνα με την οποία στα σώματα υπάρχει μία φυσική οντότητα, το θερμογόνο … Dictionary of Greek
κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
ИОАНН КАССИАН РИМЛЯНИН — [лат. Ioannes Cassianus] (IV V вв.), прп. (пам. 29 февр.), аскетический писатель, богослов, один из основателей зап. монашества. Жизнь Прп. Иоанн Кассиан Римлянин. Икона. Кон. XX нач. XXI в. (мон рь Дервент, Румыния) Прп. Иоанн Кассиан Римлянин.… … Православная энциклопедия